- κυφούμαι
- (Α κυφοῡμαι, -όομαι) [κυφός]γίνομαι κυφός, παρουσιάζω κύφωση, καμπουριάζω («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῡνται», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυφωτικός — ή, ό [κυφούμαι] 1. σχετικός με την κύφωση 2. αυτός που πάσχει ή προέρχεται από κύφωση … Dictionary of Greek
κύφωμα — το (AM κύφωμα) [κυφούμαι] το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.) μσν. καμπύλωμα … Dictionary of Greek
κύφωση — Κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης, με την κοιλότητα προς τα εμπρός. Στο άτομο με φυσιολογική διαμόρφωση υπάρχει μια κ. της σπονδυλικής στήλης στο θωρακικό της τμήμα και μια μικρότερη στο κατώτερό της άκρο (ιερόν οστούν). Όταν αυτή η κ. εμφανίζει… … Dictionary of Greek